πολύδοξος

πολύδοξος
πολύδοξος
having various opinions
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύδοξος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες 2. περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • πολύδοξον — πολύδοξος having various opinions masc/fem acc sg πολύδοξος having various opinions neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδόξοις — πολύδοξος having various opinions masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυδοξία — ἡ, Μ [πολύδοξος] ύπαρξη πολλών γνωμών, πολλών αντιλήψεων για ένα θέμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”